νησίον — νησίον, τὸ (ΑΜ) βλ. νησί … Dictionary of Greek
νησία — νησίον islet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησίου — νησίον islet neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησίῳ — νησίον islet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησί — Τμήμα ξηράς που περιβάλλεται από νερά, είτε ωκεανού είτε θάλασσας, λίμνης ή ποταμού. Διακρίνουμε ένα ν. από μια ήπειρο από το μέγεθος: π.χ. η Γροινλανδία είναι νησί, ενώ η Αυστραλία θεωρείται ήπειρος. Στις συστηματικές ταξινομήσεις των νησιών… … Dictionary of Greek
Katákolo — Κατάκολο Katákolo … Wikipedia Español
Feiá — Φειᾷ Feiá Poblado de la Antigua Grecia Datos generales Ubicación … Wikipedia Español
COTHON — I. COTHON Carthaginis tres erant partes, Κώθων, Μέγαρα, et Βύρσα. Cothon Varie definitur. A Strab. l. 17. νησίον περιφερὲς Ε᾿υρίπῳ περιεχόμενον ἔχοντι νεωσοίκους ἑκατέρωθεν κύκλῳ, Insula parva, rotunda, Euripô circumdata, utrinque habente in… … Hofmann J. Lexicon universale
ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… … Dictionary of Greek
ευαλσής — εὐαλσής, ές (Α) αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλσής (< άλσος), πρβλ. κατ αλσής] … Dictionary of Greek